Κορινθιουργέσιν

Κορινθιουργέσιν
Κορινθιουργής
of Corinthian workmanship
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορινθιουργής — κορινθιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος στην Κόρινθο, από Κορινθίους, ή κατασκευασμένος από κορινθιακό χαλκό («ὁμοίως τοῑς χαλκώμασι τοῑς κορινθιουργέσιν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορίνθιος + εργής (< ἔργον) με συναίρεση, πρβλ. βοιωτ ουργής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”